- ἐνδοιάσιμος
- ἐνδοι-άσιμος [pron. full] [ᾰ], ον,A doubtful, J.AJ16.11.7, Luc.Scyth.11. Adv.
-μως, ἔχειν περί τινος J.AJ16.10.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-μως, ἔχειν περί τινος J.AJ16.10.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενδοιάσιμος — ἐνδοιάσιμος, ο (Α) αμφίβολος, αυτός που προκαλεί ενδοιασμούς … Dictionary of Greek
ἐνδοιάσιμος — doubtful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιασίμως — ἐνδοιάσιμος doubtful adverbial ἐνδοιάσιμος doubtful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιάσιμον — ἐνδοιάσιμος doubtful masc/fem acc sg ἐνδοιάσιμος doubtful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιάσιμα — ἐνδοιάσιμος doubtful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)